- φτιασίδι
- süs, makyaj
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
φτιασίδι — φτιασίδι, το και φκιασίδι, το ψιμύθι προσώπου, καλλυντικό, κοκκινάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασπράδι — το ιού 1. το λεύκωμα του αβγού: Έτρωγε μονάχα τον κροκό του αβγού, τ ασπράδι το πετούσε. 2. ο άσπρος χιτώνας του βολβού του ματιού: Το ασπράδι του ματιού του ήταν κόκκινο. 3. φτιασίδι (πρβλ. κοκκινάδι) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοκκινάδι — το 1. κόκκινο σημάδι. 2. κόκκινη βαφή που χρησιμοποιείται από τις γυναίκες σαν ψιμύθιο, φτιασίδι, ρουζ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φκιασίδι — το βλ. φτιασίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτιασιδού, η — και φκιασιδού,η πληθ. ούδες, γυναίκα που χρησιμοποιεί φτιασίδι (βλ. λ.), που είναι γεμάτη κοκκινάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)